ταχυδακτυλουργία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From ταχυ- (tachy-, “fast”) + δάκτυλο (dáktylo, “finger”) + -ία (-ía), calque of French prestidigitation. First attested 1872.
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]ταχυδακτυλουργία • (tachydaktylourgía) f (plural ταχυδακτυλουργίες)
- (magic) sleight of hand, prestidigitation
Declension
[edit]Declension of ταχυδακτυλουργία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ταχυδακτυλουργία • | ταχυδακτυλουργίες • |
genitive | ταχυδακτυλουργίας • | ταχυδακτυλουργιών • |
accusative | ταχυδακτυλουργία • | ταχυδακτυλουργίες • |
vocative | ταχυδακτυλουργία • | ταχυδακτυλουργίες • |
Related terms
[edit]- ταχυδακτυλουργικός (tachydaktylourgikós, “prestidigitatorial”, adjective)
- ταχυδακτυλουργός m (tachydaktylourgós, “magician, prestidigitator”)
Further reading
[edit]- ταχυδακτυλουργία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el