Jump to content

αναδιανομή

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αναδιανομή (anadianomíf (plural αναδιανομές)

  1. redeployment, redistribution

Declension

[edit]
Declension of αναδιανομή
singular plural
nominative αναδιανομή (anadianomí) αναδιανομές (anadianomés)
genitive αναδιανομής (anadianomís) αναδιανομών (anadianomón)
accusative αναδιανομή (anadianomí) αναδιανομές (anadianomés)
vocative αναδιανομή (anadianomí) αναδιανομές (anadianomés)

Synonyms

[edit]