ανακατανομή
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ανακατανομή • (anakatanomí) f (plural ανακατανομές)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανακατανομή (anakatanomí) | ανακατανομές (anakatanomés) |
genitive | ανακατανομής (anakatanomís) | ανακατανομών (anakatanomón) |
accusative | ανακατανομή (anakatanomí) | ανακατανομές (anakatanomés) |
vocative | ανακατανομή (anakatanomí) | ανακατανομές (anakatanomés) |
Synonyms
[edit]- (redistribution): αναδασμός f (anadasmós) (of land)
- (redistribution): αναδιανομή f (anadianomí)
- (redistribution): ξαναμοίρασμα f (xanamoírasma)
Related terms
[edit]- ανακατανέμω (anakatanémo, “to redistribute”)