τεράστιος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek τεράστιος (terástios), from τέρας (téras).

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

τεράστιος (terástiosm (feminine τεράστια, neuter τεράστιο)

  1. huge, monstrous, enormous, immense, vast

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative τεράστιος (terástios) τεράστια (terástia) τεράστιο (terástio) τεράστιοι (terástioi) τεράστιες (terásties) τεράστια (terástia)
genitive τεράστιου (terástiou) τεράστιας (terástias) τεράστιου (terástiou) τεράστιων (terástion) τεράστιων (terástion) τεράστιων (terástion)
accusative τεράστιο (terástio) τεράστια (terástia) τεράστιο (terástio) τεράστιους (terástious) τεράστιες (terásties) τεράστια (terástia)
vocative τεράστιε (terástie) τεράστια (terástia) τεράστιο (terástio) τεράστιοι (terástioi) τεράστιες (terásties) τεράστια (terástia)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τεράστιος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τεράστιος, etc.)

Synonyms

[edit]

Coordinate terms

[edit]