From Wiktionary, the free dictionary
IPA (key ) : /efniðiˈazo/
Hyphenation: αιφ‧νι‧δι‧ά‧ζω
αιφνιδιάζω • (aifnidiázo ) (past αιφνιδίασα , passive αιφνιδιάζομαι , p‑past αιφνιδιάστηκα , ppp αιφνιδιασμένος )
to surprise
to take by surprise , take unawares
αιφνιδιάζω αιφνιδιάζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αιφνιδιάζω
αιφνιδιάσω
αιφνιδιάζομαι
αιφνιδιαστώ
2 sg
αιφνιδιάζεις
αιφνιδιάσεις
αιφνιδιάζεσαι
αιφνιδιαστείς
3 sg
αιφνιδιάζει
αιφνιδιάσει
αιφνιδιάζεται
αιφνιδιαστεί
1 pl
αιφνιδιάζουμε , [‑ομε ]
αιφνιδιάσουμε , [‑ομε ]
αιφνιδιαζόμαστε
αιφνιδιαστούμε
2 pl
αιφνιδιάζετε
αιφνιδιάσετε
αιφνιδιάζεστε , αιφνιδιαζόσαστε
αιφνιδιαστείτε
3 pl
αιφνιδιάζουν (ε )
αιφνιδιάσουν (ε )
αιφνιδιάζονται
αιφνιδιαστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αιφνιδίαζα
αιφνιδίασα
αιφνιδιαζόμουν (α )
αιφνιδιάστηκα
2 sg
αιφνιδίαζες
αιφνιδίασες
αιφνιδιαζόσουν (α )
αιφνιδιάστηκες
3 sg
αιφνιδίαζε
αιφνιδίασε
αιφνιδιαζόταν (ε )
αιφνιδιάστηκε
1 pl
αιφνιδιάζαμε
αιφνιδιάσαμε
αιφνιδιαζόμασταν , (‑όμαστε )
αιφνιδιαστήκαμε
2 pl
αιφνιδιάζατε
αιφνιδιάσατε
αιφνιδιαζόσασταν , (‑όσαστε )
αιφνιδιαστήκατε
3 pl
αιφνιδίαζαν , αιφνιδιάζαν (ε )
αιφνιδίασαν , αιφνιδιάσαν (ε )
αιφνιδιάζονταν , (αιφνιδιαζόντουσαν )
αιφνιδιάστηκαν , αιφνιδιαστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αιφνιδιάζω ➤
θα αιφνιδιάσω ➤
θα αιφνιδιάζομαι ➤
θα αιφνιδιαστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αιφνιδιάζεις , …
θα αιφνιδιάσεις , …
θα αιφνιδιάζεσαι , …
θα αιφνιδιαστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αιφνιδιάσει έχω, έχεις, … αιφνιδιασμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … αιφνιδιαστεί είμαι , είσαι , … αιφνιδιασμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αιφνιδιάσει είχα, είχες, … αιφνιδιασμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … αιφνιδιαστεί ήμουν , ήσουν , … αιφνιδιασμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … αιφνιδιάσει θα έχω, θα έχεις, … αιφνιδιασμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … αιφνιδιαστεί θα είμαι, θα είσαι, … αιφνιδιασμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
αιφνιδίαζε
αιφνιδίασε
—
αιφνιδιάσου
2 pl
αιφνιδιάζετε
αιφνιδιάστε
αιφνιδιάζεστε
αιφνιδιαστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αιφνιδιάζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας αιφνιδιάσει ➤
αιφνιδιασμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
αιφνιδιάσει
αιφνιδιαστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
see: αίφνης ( aífnis , “ suddenly ” )