Jump to content

αιφνιδιαστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αιφνιδιαστικός (aifnidiastikósm (feminine αιφνιδιαστική, neuter αιφνιδιαστικό)

  1. surprise, unexpected

Declension

[edit]
Declension of αιφνιδιαστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αιφνιδιαστικός (aifnidiastikós) αιφνιδιαστική (aifnidiastikí) αιφνιδιαστικό (aifnidiastikó) αιφνιδιαστικοί (aifnidiastikoí) αιφνιδιαστικές (aifnidiastikés) αιφνιδιαστικά (aifnidiastiká)
genitive αιφνιδιαστικού (aifnidiastikoú) αιφνιδιαστικής (aifnidiastikís) αιφνιδιαστικού (aifnidiastikoú) αιφνιδιαστικών (aifnidiastikón) αιφνιδιαστικών (aifnidiastikón) αιφνιδιαστικών (aifnidiastikón)
accusative αιφνιδιαστικό (aifnidiastikó) αιφνιδιαστική (aifnidiastikí) αιφνιδιαστικό (aifnidiastikó) αιφνιδιαστικούς (aifnidiastikoús) αιφνιδιαστικές (aifnidiastikés) αιφνιδιαστικά (aifnidiastiká)
vocative αιφνιδιαστικέ (aifnidiastiké) αιφνιδιαστική (aifnidiastikí) αιφνιδιαστικό (aifnidiastikó) αιφνιδιαστικοί (aifnidiastikoí) αιφνιδιαστικές (aifnidiastikés) αιφνιδιαστικά (aifnidiastiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αιφνιδιαστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αιφνιδιαστικός, etc.)

[edit]