Jump to content

αιφνιδιασμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αιφνιδιασμός (aifnidiasmósm (plural αιφνιδιασμοί)

  1. surprise
  2. (iodiomatic) surprise attack, spot check

Declension

[edit]
Declension of αιφνιδιασμός
singular plural
nominative αιφνιδιασμός (aifnidiasmós) αιφνιδιασμοί (aifnidiasmoí)
genitive αιφνιδιασμού (aifnidiasmoú) αιφνιδιασμών (aifnidiasmón)
accusative αιφνιδιασμό (aifnidiasmó) αιφνιδιασμούς (aifnidiasmoús)
vocative αιφνιδιασμέ (aifnidiasmé) αιφνιδιασμοί (aifnidiasmoí)
[edit]