αιφνιδιάζομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αιφνιδιάζομαι • (aifnidiázomai) passive (past αιφνιδιάστηκα, active αιφνιδιάζω)
- passive of αιφνιδιάζω (aifnidiázo)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form
αιφνιδιάζομαι • (aifnidiázomai) passive (past αιφνιδιάστηκα, active αιφνιδιάζω)