Jump to content

σανδάλι

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]
Greek Wikipedia has an article on:
Wikipedia el

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek σανδάλιον (sandálion, sandal (light strap-shoe)).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /sanˈða.li/
  • Hyphenation: σαν‧δά‧λι

Noun

[edit]

σανδάλι (sandálin (plural σανδάλια)

  1. (formal) sandal
    less formal, SMG: σαντάλι (santáli)
    • Acropolis Museum, sculpture: Nike the "Sandalbinder" (in Greek, in English)
      [το γλυπτό] Παριστάνει μία φτερωτή Νίκη που τακτοποιεί το σανδάλι της ή το λύνει για να πατήσει, με γυμνά πόδια, τον ιερό χώρο του ναού της Αθηνάς. Από την κίνηση αυτή, δόθηκε στη Νίκη η συμβατική ονομασία «Σανδαλίζουσα».
      [to glyptó] Paristánei mía fterotí Níki pou taktopoieí to sandáli tis í to lýnei gia na patísei, me gymná pódia, ton ieró chóro tou naoú tis Athinás. Apó tin kínisi aftí, dóthike sti Níki i symvatikí onomasía «Sandalízousa».
      [the sculpture] It depicts a winged Nike who adjusts or unbinds her sandal in order to walk barefoot in the sacred area of the temple of Athena, a gesture that gave her the conventional name the "Sandalbinder".

Declension

[edit]
Declension of σανδάλι
singular plural
nominative σανδάλι (sandáli) σανδάλια (sandália)
genitive σανδαλιού (sandalioú) σανδαλιών (sandalión)
accusative σανδάλι (sandáli) σανδάλια (sandália)
vocative σανδάλι (sandáli) σανδάλια (sandália)

References

[edit]
  1. ^ σανδάλι, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language