Jump to content

απύθμενος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απύθμενος (apýthmenosm (feminine απύθμενη, neuter απύθμενο)

  1. abysmal, bottomless
    Synonym: ξέκωλος (xékolos)

Declension

[edit]
Declension of απύθμενος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απύθμενος (apýthmenos) απύθμενη (apýthmeni) απύθμενο (apýthmeno) απύθμενοι (apýthmenoi) απύθμενες (apýthmenes) απύθμενα (apýthmena)
genitive απύθμενου (apýthmenou) απύθμενης (apýthmenis) απύθμενου (apýthmenou) απύθμενων (apýthmenon) απύθμενων (apýthmenon) απύθμενων (apýthmenon)
accusative απύθμενο (apýthmeno) απύθμενη (apýthmeni) απύθμενο (apýthmeno) απύθμενους (apýthmenous) απύθμενες (apýthmenes) απύθμενα (apýthmena)
vocative απύθμενε (apýthmene) απύθμενη (apýthmeni) απύθμενο (apýthmeno) απύθμενοι (apýthmenoi) απύθμενες (apýthmenes) απύθμενα (apýthmena)

Further reading

[edit]