Jump to content

ανεπιθύμητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly, from Hellenistic Koine Greek ἀνεπιθύμητος (anepithúmētos, one without desire). By surface analysis, αν- (an-, α- privative) +‎ επιθυμητός (epithymitós, desired, wanted).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.ne.piˈθi.mi.tos/
  • Hyphenation: α‧νε‧πι‧θύ‧μη‧τος

Adjective

[edit]

ανεπιθύμητος (anepithýmitosm (feminine ανεπιθύμητη, neuter ανεπιθύμητο)

  1. unwanted, undesired, undesirable, unwelcome

Declension

[edit]
Declension of ανεπιθύμητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανεπιθύμητος (anepithýmitos) ανεπιθύμητη (anepithýmiti) ανεπιθύμητο (anepithýmito) ανεπιθύμητοι (anepithýmitoi) ανεπιθύμητες (anepithýmites) ανεπιθύμητα (anepithýmita)
genitive ανεπιθύμητου (anepithýmitou) ανεπιθύμητης (anepithýmitis) ανεπιθύμητου (anepithýmitou) ανεπιθύμητων (anepithýmiton) ανεπιθύμητων (anepithýmiton) ανεπιθύμητων (anepithýmiton)
accusative ανεπιθύμητο (anepithýmito) ανεπιθύμητη (anepithýmiti) ανεπιθύμητο (anepithýmito) ανεπιθύμητους (anepithýmitous) ανεπιθύμητες (anepithýmites) ανεπιθύμητα (anepithýmita)
vocative ανεπιθύμητε (anepithýmite) ανεπιθύμητη (anepithýmiti) ανεπιθύμητο (anepithýmito) ανεπιθύμητοι (anepithýmitoi) ανεπιθύμητες (anepithýmites) ανεπιθύμητα (anepithýmita)

Synonyms

[edit]

Antonyms

[edit]

Derived terms

[edit]
[edit]

References

[edit]
  1. ^ ανεπιθύμητος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language