Jump to content

επιθυμητός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

επιθυμητός (epithymitósm (feminine επιθυμητή, neuter επιθυμητό)

  1. wanted
  2. welcome
  3. sexually attractive

Declension

[edit]
Declension of επιθυμητός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative επιθυμητός (epithymitós) επιθυμητή (epithymití) επιθυμητό (epithymitó) επιθυμητοί (epithymitoí) επιθυμητές (epithymités) επιθυμητά (epithymitá)
genitive επιθυμητού (epithymitoú) επιθυμητής (epithymitís) επιθυμητού (epithymitoú) επιθυμητών (epithymitón) επιθυμητών (epithymitón) επιθυμητών (epithymitón)
accusative επιθυμητό (epithymitó) επιθυμητή (epithymití) επιθυμητό (epithymitó) επιθυμητούς (epithymitoús) επιθυμητές (epithymités) επιθυμητά (epithymitá)
vocative επιθυμητέ (epithymité) επιθυμητή (epithymití) επιθυμητό (epithymitó) επιθυμητοί (epithymitoí) επιθυμητές (epithymités) επιθυμητά (epithymitá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επιθυμητός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επιθυμητός, etc.)

Antonyms

[edit]
[edit]