δημαρχείο
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]δήμαρχ- (dímarch-, “mayor”) + -είο (-eío). First attested 1832.
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]δημαρχείο • (dimarcheío) n (plural δημαρχεία)
- town hall, city hall (building that houses the government offices of a municipality, town or city)
- Πρέπει να πάω αύριο στο δημαρχείο να βρω το πιστοποιητικό γέννησής μου.
- Prépei na páo ávrio sto dimarcheío na vro to pistopoiitikó génnisís mou.
- I have to go down to the town hall tomorrow to find my birth certificate.
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δημαρχείο (dimarcheío) | δημαρχεία (dimarcheía) |
genitive | δημαρχείου (dimarcheíou) | δημαρχείων (dimarcheíon) |
accusative | δημαρχείο (dimarcheío) | δημαρχεία (dimarcheía) |
vocative | δημαρχείο (dimarcheío) | δημαρχεία (dimarcheía) |
Synonyms
[edit]- δημαρχία f (dimarchía, “mayoralty, town hall, city hall”)
Related terms
[edit]- see: δήμαρχος m or f (dímarchos, “mayor”)