Jump to content

ροχάλισμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

ροχαλίζω (rochalízo, to snore) +‎ -μα (-ma).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ɾoˈxalizma/
  • Hyphenation: ρο‧χά‧λι‧σμα

Noun

[edit]

ροχάλισμα (rochálisman (plural ροχαλίσματα)

  1. snoring (act of someone breathing loudly in sleep)
    Το ροχάλισμα συνδέεται με την παχυσαρκία.
    To rochálisma syndéetai me tin pachysarkía.
    Snoring is associated with obesity.

Declension

[edit]
singular plural
nominative ροχάλισμα (rochálisma) ροχαλίσματα (rochalísmata)
genitive ροχαλίσματος (rochalísmatos) ροχαλισμάτων (rochalismáton)
accusative ροχάλισμα (rochálisma) ροχαλίσματα (rochalísmata)
vocative ροχάλισμα (rochálisma) ροχαλίσματα (rochalísmata)
[edit]