Jump to content

γυαλιστερός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

γυαλιστερός (gyalisterósm (feminine γυαλιστερή, neuter γυαλιστερό)

  1. polished, shiny
    Έχει γυαλιστερά παπούτσια.
    Échei gyalisterá papoútsia.
    He has polished shoes.
  2. elegant

Declension

[edit]
Declension of γυαλιστερός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative γυαλιστερός (gyalisterós) γυαλιστερή (gyalisterí) γυαλιστερό (gyalisteró) γυαλιστεροί (gyalisteroí) γυαλιστερές (gyalisterés) γυαλιστερά (gyalisterá)
genitive γυαλιστερού (gyalisteroú) γυαλιστερής (gyalisterís) γυαλιστερού (gyalisteroú) γυαλιστερών (gyalisterón) γυαλιστερών (gyalisterón) γυαλιστερών (gyalisterón)
accusative γυαλιστερό (gyalisteró) γυαλιστερή (gyalisterí) γυαλιστερό (gyalisteró) γυαλιστερούς (gyalisteroús) γυαλιστερές (gyalisterés) γυαλιστερά (gyalisterá)
vocative γυαλιστερέ (gyalisteré) γυαλιστερή (gyalisterí) γυαλιστερό (gyalisteró) γυαλιστεροί (gyalisteroí) γυαλιστερές (gyalisterés) γυαλιστερά (gyalisterá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο γυαλιστερός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο γυαλιστερός, etc.)

Antonyms

[edit]
[edit]