Jump to content

γυαλιστερή

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

γυαλιστερή (gyalisteríf (plural γυαλιστερές)

  1. smooth clam

Declension

[edit]
Declension of γυαλιστερή
singular plural
nominative γυαλιστερή (gyalisterí) γυαλιστερές (gyalisterés)
genitive γυαλιστερής (gyalisterís) γυαλιστερών (gyalisterón)
accusative γυαλιστερή (gyalisterí) γυαλιστερές (gyalisterés)
vocative γυαλιστερή (gyalisterí) γυαλιστερές (gyalisterés)

Adjective

[edit]

γυαλιστερή (gyalisterí)

  1. nominative/accusative/vocative feminine singular of γυαλιστερός (gyalisterós)