Jump to content

υπαρκτός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

υπαρκτός (yparktósm (feminine υπαρκτή, neuter υπαρκτό)

  1. existent, existing
    Antonym: ανύπαρκτος (anýparktos)

Declension

[edit]
Declension of υπαρκτός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υπαρκτός (yparktós) υπαρκτή (yparktí) υπαρκτό (yparktó) υπαρκτοί (yparktoí) υπαρκτές (yparktés) υπαρκτά (yparktá)
genitive υπαρκτού (yparktoú) υπαρκτής (yparktís) υπαρκτού (yparktoú) υπαρκτών (yparktón) υπαρκτών (yparktón) υπαρκτών (yparktón)
accusative υπαρκτό (yparktó) υπαρκτή (yparktí) υπαρκτό (yparktó) υπαρκτούς (yparktoús) υπαρκτές (yparktés) υπαρκτά (yparktá)
vocative υπαρκτέ (yparkté) υπαρκτή (yparktí) υπαρκτό (yparktó) υπαρκτοί (yparktoí) υπαρκτές (yparktés) υπαρκτά (yparktá)