υπαρκτός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]υπαρκτός • (yparktós) m (feminine υπαρκτή, neuter υπαρκτό)
- existent, existing
- Antonym: ανύπαρκτος (anýparktos)
Declension
[edit]Declension of υπαρκτός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υπαρκτός • | υπαρκτή • | υπαρκτό • | υπαρκτοί • | υπαρκτές • | υπαρκτά • |
genitive | υπαρκτού • | υπαρκτής • | υπαρκτού • | υπαρκτών • | υπαρκτών • | υπαρκτών • |
accusative | υπαρκτό • | υπαρκτή • | υπαρκτό • | υπαρκτούς • | υπαρκτές • | υπαρκτά • |
vocative | υπαρκτέ • | υπαρκτή • | υπαρκτό • | υπαρκτοί • | υπαρκτές • | υπαρκτά • |