παράκαμψη
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]παράκαμψη • (parákampsi) f (plural παρακάμψεις)
Declension
[edit]Declension of παράκαμψη
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | παράκαμψη • | παρακάμψεις • | |
genitive | παράκαμψης • | παρακάμψεων • | |
accusative | παράκαμψη • | παρακάμψεις • | |
vocative | παράκαμψη • | παρακάμψεις • | |
Older or formal genitive singular: παρακάμψεως • |
Further reading
[edit]- παράκαμψη, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language