From Wiktionary, the free dictionary
From Ancient Greek ἀναγορεύω . Morphologically, from (ανα-) αν- ( “ re- ” ) + αγορεύω ( agorévo , “ make speech ” ) .
IPA (key ) : /a.na.ɣoˈre.vo/
Hyphenation: α‧να‧γο‧ρεύ‧ω
αναγορεύω • (anagorévo ) (past αναγόρευσα , passive αναγορεύομαι )
to nominate , vote
to appoint , proclaim
Αναγορεύτηκε διδάκτορας στο πανεπιστήμιο.Anagoréftike didáktoras sto panepistímio.He was proclaimed doctor/professor at the university.
αvαγορεύω αvαγορεύομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αvαγορεύω
αvαγορεύσω
αvαγορεύομαι
αvαγορευτώ , αvαγορευθώ 1
2 sg
αvαγορεύεις
αvαγορεύσεις
αvαγορεύεσαι
αvαγορευτείς , αvαγορευθείς
3 sg
αvαγορεύει
αvαγορεύσει
αvαγορεύεται
αvαγορευτεί , αvαγορευθεί
1 pl
αvαγορεύουμε , [‑ομε ]
αvαγορεύσουμε , [‑ομε ]
αvαγορευόμαστε
αvαγορευτούμε , αvαγορευθούμε
2 pl
αvαγορεύετε
αvαγορεύσετε
αvαγορεύεστε , αvαγορευόσαστε
αvαγορευτείτε , αvαγορευθείτε
3 pl
αvαγορεύουν (ε )
αvαγορεύσουν (ε )
αvαγορεύονται
αvαγορευτούν (ε ), αvαγορευθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αvαγόρευα
αvαγόρευσα
αvαγορευόμουν (α )
αvαγορεύτηκα , αvαγορεύθηκα 1
2 sg
αvαγόρευες
αvαγόρευσες
αvαγορευόσουν (α )
αvαγορεύτηκες , αvαγορεύθηκες
3 sg
αvαγόρευε
αvαγόρευσε
αvαγορευόταν (ε )
αvαγορεύτηκε , αvαγορεύθηκε
1 pl
αvαγορεύαμε
αvαγορεύσαμε
αvαγορευόμασταν , (‑όμαστε )
αvαγορευτήκαμε , αvαγορευθήκαμε
2 pl
αvαγορεύατε
αvαγορεύσατε
αvαγορευόσασταν , (‑όσαστε )
αvαγορευτήκατε , αvαγορευθήκατε
3 pl
αvαγόρευαν , αvαγορεύαν (ε )
αvαγόρευσαν , αvαγορεύσαν (ε )
αvαγορεύονταν , (αvαγορευόντουσαν )
αvαγορεύτηκαν , αvαγορευτήκαν (ε ), αvαγορεύθηκαν , αvαγορευθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αvαγορεύω ➤
θα αvαγορεύσω ➤
θα αvαγορεύομαι ➤
θα αvαγορευτώ / αvαγορευθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αvαγορεύεις , …
θα αvαγορεύσεις , …
θα αvαγορεύεσαι , …
θα αvαγορευτείς / αvαγορευθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αvαγορεύσει έχω, έχεις, … αvαγορευμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … αvαγορευτεί / αvαγορευθεί είμαι , είσαι , … αvαγορευμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αvαγορεύσει είχα, είχες, … αvαγορευμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … αvαγορευτεί / αvαγορευθεί ήμουν , ήσουν , … αvαγορευμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … αvαγορεύσει θα έχω, θα έχεις, … αvαγορευμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … αvαγορευτεί / αvαγορευθεί θα είμαι, θα είσαι, … αvαγορευμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
αvαγόρευε
αvαγόρευσε
—
αvαγορεύσου
2 pl
αvαγορεύετε
αvαγορεύστε
αvαγορεύεστε
αvαγορευτείτε , αvαγορευθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αvαγορεύοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας αvαγορεύσει ➤
αvαγορευμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
αvαγορεύσει
αvαγορευτεί , αvαγορευθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• Passive forms with -ευθ- are more formal than forms with -ευτ- . • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
Other compounds of αγορεύω ( agorévo )
and see: αγορά f ( agorá , “ marketplace ” )