Jump to content

συγκρουόμενο αυτοκινητάκι

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /siŋ.ɡru.ˈo.me.no a.fto.ci.ni.ˈta.ci/

Noun

[edit]

συγκρουόμενο αυτοκινητάκι (sygkrouómeno aftokinitákin (plural συγκρουόμενα αυτοκινητάκια)

  1. full utterance of το συγκρουόμενο (to sygkrouómeno)

Usage notes

[edit]

Usually in plural: τα συγκρουόμενα (ta sygkrouómena) bumper cars, dodgems. (literally): little cars

Declension

[edit]
Declension of συγκρουόμενο αυτοκινητάκι
singular plural
nominative συγκρουόμενο αυτοκινητάκι (sygkrouómeno aftokinitáki) συγκρουόμενα αυτοκινητάκια (sygkrouómena aftokinitákia)
genitive - -
accusative συγκρουόμενο αυτοκινητάκι (sygkrouómeno aftokinitáki) συγκρουόμενα αυτοκινητάκια (sygkrouómena aftokinitákia)
vocative συγκρουόμενο αυτοκινητάκι (sygkrouómeno aftokinitáki) συγκρουόμενα αυτοκινητάκια (sygkrouómena aftokinitákia)