αυτοκινητάκι
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]αυτοκίνητο (“car”) + -άκι (“diminutive suffix”).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]αυτοκινητάκι • (aftokinitáki) n (plural αυτοκινητάκια)
- diminutive of αυτοκίνητο (aftokínito).
- toy car
- Κάνω συλλογή από αυτοκινητάκια.
- Káno syllogí apó aftokinitákia.
- I have a collection of toy cars.
Declension
[edit]Declension of αυτοκινητάκι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αυτοκινητάκι • | αυτοκινητάκια • |
genitive | — | — |
accusative | αυτοκινητάκι • | αυτοκινητάκια • |
vocative | αυτοκινητάκι • | αυτοκινητάκια • |
Related terms
[edit]- συγκρουόμενα n pl (sygkrouómena, “bumper cars, dodgems”) elliptical use of τα συγκρουόμενα αυτοκινητάκια