συγκρουόμενο
Appearance
See also: συγκρουόμενον
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Etymology 1
[edit]Nominalised neuter of the participle συγκρουόμενος (sygkrouómenos, “colliding”), in elliptical use of the term συγκρουόμενο αυτοκινητάκι (sygkrouómeno aftokinitáki, “little colliding car”).
Noun
[edit]συγκρουόμενο • (sygkrouómeno) n (plural συγκρουόμενα)
- (chiefly in the plural) bumper car, dodgem
- Πήγαμε στο λούνα παρκ, στα συγκρουόμενα και περάσαμε πολύ ωραία.
- Pígame sto loúna park, sta sygkrouómena kai perásame polý oraía.
- We went to the amusement park, at the dodgems, and we had a really good time.
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συγκρουόμενο (sygkrouómeno) | συγκρουόμενα (sygkrouómena) |
genitive | συγκρουόμενου (sygkrouómenou) | συγκρουόμενων (sygkrouómenon) |
accusative | συγκρουόμενο (sygkrouómeno) | συγκρουόμενα (sygkrouómena) |
vocative | συγκρουόμενο (sygkrouómeno) | συγκρουόμενα (sygkrouómena) |
Etymology 2
[edit]Inflectional form.
Participle
[edit]συγκρουόμενο • (sygkrouómeno)
- accusative masculine singular of συγκρουόμενος (sygkrouómenos)
- nominative/accusative/vocative neuter singular of συγκρουόμενος (sygkrouómenos)