Jump to content

συγκρουόμενο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /siŋ.ɡru.ˈo.me.no/
  • Hyphenation: συ‧γκρου‧ό‧με‧νο

Etymology 1

[edit]

Nominalised neuter of the participle συγκρουόμενος (sygkrouómenos, colliding), in elliptical use of the term συγκρουόμενο αυτοκινητάκι (sygkrouómeno aftokinitáki, little colliding car).

Noun

[edit]

συγκρουόμενο (sygkrouómenon (plural συγκρουόμενα)

  1. (chiefly in the plural) bumper car, dodgem
    Πήγαμε στο λούνα παρκ, στα συγκρουόμενα και περάσαμε πολύ ωραία.
    Pígame sto loúna park, sta sygkrouómena kai perásame polý oraía.
    We went to the amusement park, at the dodgems, and we had a really good time.
Declension
[edit]
Declension of συγκρουόμενο
singular plural
nominative συγκρουόμενο (sygkrouómeno) συγκρουόμενα (sygkrouómena)
genitive συγκρουόμενου (sygkrouómenou) συγκρουόμενων (sygkrouómenon)
accusative συγκρουόμενο (sygkrouómeno) συγκρουόμενα (sygkrouómena)
vocative συγκρουόμενο (sygkrouómeno) συγκρουόμενα (sygkrouómena)

Etymology 2

[edit]

Inflectional form.

Participle

[edit]

συγκρουόμενο (sygkrouómeno)

  1. accusative masculine singular of συγκρουόμενος (sygkrouómenos)
  2. nominative/accusative/vocative neuter singular of συγκρουόμενος (sygkrouómenos)