συγκρουόμενα αυτοκινητάκια
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]συγκρουόμενα αυτοκινητάκια • (sygkrouómena aftokinitákia) n
- nominative/accusative/vocative plural of συγκρουόμενο αυτοκινητάκι (sygkrouómeno aftokinitáki)
συγκρουόμενα αυτοκινητάκια • (sygkrouómena aftokinitákia) n