αφορολόγητος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From α- (a-, not) +‎ φορολογώ (forologó, to tax). See φορολογία (forología) for more.

Adjective

[edit]

αφορολόγητος (aforológitosm (feminine αφορολόγητη, neuter αφορολόγητο)

  1. untaxed, tax-free, duty-free

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αφορολόγητος (aforológitos) αφορολόγητη (aforológiti) αφορολόγητο (aforológito) αφορολόγητοι (aforológitoi) αφορολόγητες (aforológites) αφορολόγητα (aforológita)
genitive αφορολόγητου (aforológitou) αφορολόγητης (aforológitis) αφορολόγητου (aforológitou) αφορολόγητων (aforológiton) αφορολόγητων (aforológiton) αφορολόγητων (aforológiton)
accusative αφορολόγητο (aforológito) αφορολόγητη (aforológiti) αφορολόγητο (aforológito) αφορολόγητους (aforológitous) αφορολόγητες (aforológites) αφορολόγητα (aforológita)
vocative αφορολόγητε (aforológite) αφορολόγητη (aforológiti) αφορολόγητο (aforológito) αφορολόγητοι (aforológitoi) αφορολόγητες (aforológites) αφορολόγητα (aforológita)
[edit]