Jump to content

υβριστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ὑβριστικός (hubristikós).

Adjective

[edit]

υβριστικός (yvristikósm (feminine υβριστική, neuter υβριστικό)

  1. insulting, abusive, rude

Declension

[edit]
Declension of υβριστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υβριστικός (yvristikós) υβριστική (yvristikí) υβριστικό (yvristikó) υβριστικοί (yvristikoí) υβριστικές (yvristikés) υβριστικά (yvristiká)
genitive υβριστικού (yvristikoú) υβριστικής (yvristikís) υβριστικού (yvristikoú) υβριστικών (yvristikón) υβριστικών (yvristikón) υβριστικών (yvristikón)
accusative υβριστικό (yvristikó) υβριστική (yvristikí) υβριστικό (yvristikó) υβριστικούς (yvristikoús) υβριστικές (yvristikés) υβριστικά (yvristiká)
vocative υβριστικέ (yvristiké) υβριστική (yvristikí) υβριστικό (yvristikó) υβριστικοί (yvristikoí) υβριστικές (yvristikés) υβριστικά (yvristiká)
[edit]