αριστερόστροφος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αριστερόστροφος (aristeróstrofosm (feminine αριστερόστροφη, neuter αριστερόστροφο)

  1. anticlockwise (UK), counterclockwise (US)
    Antonym: δεξιόστροφος (dexióstrofos)
  2. (chemistry) laevorotatory (UK), levorotatory (US)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αριστερόστροφος (aristeróstrofos) αριστερόστροφη (aristeróstrofi) αριστερόστροφο (aristeróstrofo) αριστερόστροφοι (aristeróstrofoi) αριστερόστροφες (aristeróstrofes) αριστερόστροφα (aristeróstrofa)
genitive αριστερόστροφου (aristeróstrofou) αριστερόστροφης (aristeróstrofis) αριστερόστροφου (aristeróstrofou) αριστερόστροφων (aristeróstrofon) αριστερόστροφων (aristeróstrofon) αριστερόστροφων (aristeróstrofon)
accusative αριστερόστροφο (aristeróstrofo) αριστερόστροφη (aristeróstrofi) αριστερόστροφο (aristeróstrofo) αριστερόστροφους (aristeróstrofous) αριστερόστροφες (aristeróstrofes) αριστερόστροφα (aristeróstrofa)
vocative αριστερόστροφε (aristeróstrofe) αριστερόστροφη (aristeróstrofi) αριστερόστροφο (aristeróstrofo) αριστερόστροφοι (aristeróstrofoi) αριστερόστροφες (aristeróstrofes) αριστερόστροφα (aristeróstrofa)
[edit]