αριστερόστροφος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αριστερόστροφος • (aristeróstrofos) m (feminine αριστερόστροφη, neuter αριστερόστροφο)
- anticlockwise (UK), counterclockwise (US)
- Antonym: δεξιόστροφος (dexióstrofos)
- (chemistry) laevorotatory (UK), levorotatory (US)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αριστερόστροφος (aristeróstrofos) | αριστερόστροφη (aristeróstrofi) | αριστερόστροφο (aristeróstrofo) | αριστερόστροφοι (aristeróstrofoi) | αριστερόστροφες (aristeróstrofes) | αριστερόστροφα (aristeróstrofa) | |
genitive | αριστερόστροφου (aristeróstrofou) | αριστερόστροφης (aristeróstrofis) | αριστερόστροφου (aristeróstrofou) | αριστερόστροφων (aristeróstrofon) | αριστερόστροφων (aristeróstrofon) | αριστερόστροφων (aristeróstrofon) | |
accusative | αριστερόστροφο (aristeróstrofo) | αριστερόστροφη (aristeróstrofi) | αριστερόστροφο (aristeróstrofo) | αριστερόστροφους (aristeróstrofous) | αριστερόστροφες (aristeróstrofes) | αριστερόστροφα (aristeróstrofa) | |
vocative | αριστερόστροφε (aristeróstrofe) | αριστερόστροφη (aristeróstrofi) | αριστερόστροφο (aristeróstrofo) | αριστερόστροφοι (aristeróstrofoi) | αριστερόστροφες (aristeróstrofes) | αριστερόστροφα (aristeróstrofa) |
Related terms
[edit]- see: αριστερός (aristerós, “left”, adjective)