Jump to content

αριστερός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἀριστερός (aristerós, left).

Adjective

[edit]

αριστερός (aristerósm (feminine αριστερή or αριστερά, neuter αριστερό)

  1. left
    Synonym: ζερβός (zervós)
    Antonym: δεξιός (dexiós)
  2. left-handed
    Synonym: ζερβός (zervós)
  3. (politics) left; left-wing

Declension

[edit]
Declension of αριστερός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αριστερός (aristerós) αριστερή (aristerí)
αριστερά (aristerá)
αριστερό (aristeró) αριστεροί (aristeroí) αριστερές (aristerés) αριστερά (aristerá)
genitive αριστερού (aristeroú) αριστερής (aristerís)
αριστεράς (aristerás)
αριστερού (aristeroú) αριστερών (aristerón) αριστερών (aristerón) αριστερών (aristerón)
accusative αριστερό (aristeró) αριστερή (aristerí)
αριστερά (aristerá)
αριστερό (aristeró) αριστερούς (aristeroús) αριστερές (aristerés) αριστερά (aristerá)
vocative αριστερέ (aristeré) αριστερή (aristerí)
αριστερά (aristerá)
αριστερό (aristeró) αριστεροί (aristeroí) αριστερές (aristerés) αριστερά (aristerá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αριστερός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αριστερός, etc.)

[edit]