Jump to content

αριστερίστικος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αριστερίστικος (aristerístikosm (feminine αριστερίστικη, neuter αριστερίστικο)

  1. leftist, leftwing

Declension

[edit]
Declension of αριστερίστικος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αριστερίστικοςος (aristerístikosos) αριστερίστικοςη (aristerístikosi) αριστερίστικοςο (aristerístikoso) αριστερίστικοςοι (aristerístikosoi) αριστερίστικοςες (aristerístikoses) αριστερίστικοςα (aristerístikosa)
genitive αριστερίστικοςου (aristerístikosou) αριστερίστικοςης (aristerístikosis) αριστερίστικοςου (aristerístikosou) αριστερίστικοςων (aristerístikoson) αριστερίστικοςων (aristerístikoson) αριστερίστικοςων (aristerístikoson)
accusative αριστερίστικοςο (aristerístikoso) αριστερίστικοςη (aristerístikosi) αριστερίστικοςο (aristerístikoso) αριστερίστικοςους (aristerístikosous) αριστερίστικοςες (aristerístikoses) αριστερίστικοςα (aristerístikosa)
vocative αριστερίστικοςε (aristerístikose) αριστερίστικοςη (aristerístikosi) αριστερίστικοςο (aristerístikoso) αριστερίστικοςοι (aristerístikosoi) αριστερίστικοςες (aristerístikoses) αριστερίστικοςα (aristerístikosa)
[edit]

Further reading

[edit]