Jump to content

άριστος

From Wiktionary, the free dictionary
See also: ἄριστος

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἄριστος (áristos, best, noblest).

Adjective

[edit]

άριστος (áristosm (feminine άριστη, neuter άριστο)

  1. excellent, first-rate, thorough
  2. (ancient) noble

Declension

[edit]
Declension of άριστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άριστος (áristos) άριστη (áristi) άριστο (áristo) άριστοι (áristoi) άριστες (áristes) άριστα (árista)
genitive άριστου (áristou) άριστης (áristis) άριστου (áristou) άριστων (áriston) άριστων (áriston) άριστων (áriston)
accusative άριστο (áristo) άριστη (áristi) άριστο (áristo) άριστους (áristous) άριστες (áristes) άριστα (árista)
vocative άριστε (áriste) άριστη (áristi) άριστο (áristo) άριστοι (áristoi) άριστες (áristes) άριστα (árista)
[edit]