άριστος
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἄριστος
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ἄριστος (áristos, “best, noblest”).
Adjective
[edit]άριστος • (áristos) m (feminine άριστη, neuter άριστο)
- excellent, first-rate, thorough
- (ancient) noble
Declension
[edit]Declension of άριστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άριστος • | άριστη • | άριστο • | άριστοι • | άριστες • | άριστα • |
genitive | άριστου • | άριστης • | άριστου • | άριστων • | άριστων • | άριστων • |
accusative | άριστο • | άριστη • | άριστο • | άριστους • | άριστες • | άριστα • |
vocative | άριστε • | άριστη • | άριστο • | άριστοι • | άριστες • | άριστα • |
Related terms
[edit]- άριστα (árista, “excellent”, adverb)
- αριστείο n (aristeío, “medal, prize”)
- αριστοτέχνημα n (aristotéchnima, “masterpiece, masterwork”)
- αριστοτέχνης m (aristotéchnis, “virtuoso, past master”)
- αριστοτεχνικός (aristotechnikós, “masterly, consummate”, adjective)
- αριστοτέχνισσα f (aristotéchnissa, “virtuosa”)
- αριστούργημα n (aristoúrgima, “masterpiece”)
- αριστουργηματικός (aristourgimatikós, “masterly, consummate”, adjective)
- αριστούχος (aristoúchos, “distinguished”, adjective)