Jump to content

αριστείο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αριστείο (aristeíon (plural αριστεία)

  1. distinction, award, prize, medal

Declension

[edit]
Declension of αριστείο
singular plural
nominative αριστείο (aristeío) αριστεία (aristeía)
genitive αριστείου (aristeíou) αριστείων (aristeíon)
accusative αριστείο (aristeío) αριστεία (aristeía)
vocative αριστείο (aristeío) αριστεία (aristeía)
[edit]
  • see: άριστος (áristos, first-rate, excellent, adjective)

Further reading

[edit]