αριστείο
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αριστείο • (aristeío) n (plural αριστεία)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αριστείο (aristeío) | αριστεία (aristeía) |
genitive | αριστείου (aristeíou) | αριστείων (aristeíon) |
accusative | αριστείο (aristeío) | αριστεία (aristeía) |
vocative | αριστείο (aristeío) | αριστεία (aristeía) |
Related terms
[edit]- see: άριστος (áristos, “first-rate, excellent”, adjective)
Further reading
[edit]- αριστείο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language