Jump to content

αριστουργηματικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αριστουργηματικός (aristourgimatikósm (feminine αριστουργηματική, neuter αριστουργηματικό)

  1. masterly, consummate
    Synonym: αριστοτεχνικός (aristotechnikós)

Declension

[edit]
Declension of αριστουργηματικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αριστουργηματικός (aristourgimatikós) αριστουργηματική (aristourgimatikí) αριστουργηματικό (aristourgimatikó) αριστουργηματικοί (aristourgimatikoí) αριστουργηματικές (aristourgimatikés) αριστουργηματικά (aristourgimatiká)
genitive αριστουργηματικού (aristourgimatikoú) αριστουργηματικής (aristourgimatikís) αριστουργηματικού (aristourgimatikoú) αριστουργηματικών (aristourgimatikón) αριστουργηματικών (aristourgimatikón) αριστουργηματικών (aristourgimatikón)
accusative αριστουργηματικό (aristourgimatikó) αριστουργηματική (aristourgimatikí) αριστουργηματικό (aristourgimatikó) αριστουργηματικούς (aristourgimatikoús) αριστουργηματικές (aristourgimatikés) αριστουργηματικά (aristourgimatiká)
vocative αριστουργηματικέ (aristourgimatiké) αριστουργηματική (aristourgimatikí) αριστουργηματικό (aristourgimatikó) αριστουργηματικοί (aristourgimatikoí) αριστουργηματικές (aristourgimatikés) αριστουργηματικά (aristourgimatiká)
[edit]
  • see: άριστος (áristos, first-rate, excellent, adjective)

Further reading

[edit]