αριστοτέχνης
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αριστοτέχνης • (aristotéchnis) m (plural αριστοτέχνες, feminine αριστοτέχνισσα)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αριστοτέχνης (aristotéchnis) | αριστοτέχνες (aristotéchnes) |
genitive | αριστοτέχνη (aristotéchni) | αριστοτεχνών (aristotechnón) |
accusative | αριστοτέχνη (aristotéchni) | αριστοτέχνες (aristotéchnes) |
vocative | αριστοτέχνη (aristotéchni) | αριστοτέχνες (aristotéchnes) |
Related terms
[edit]- see: άριστος (áristos, “first-rate, excellent”, adjective)
Further reading
[edit]- αριστοτέχνης, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language