Jump to content

αριστοτέχνισσα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αριστοτέχνισσα (aristotéchnissaf (plural αριστοτέχνισσες, masculine αριστοτέχνης)

  1. virtuosa

Declension

[edit]
Declension of αριστοτέχνισσα
singular plural
nominative αριστοτέχνισσα (aristotéchnissa) αριστοτέχνισσες (aristotéchnisses)
genitive αριστοτέχνισσας (aristotéchnissas) αριστοτεχνισσών (aristotechnissón)
accusative αριστοτέχνισσα (aristotéchnissa) αριστοτέχνισσες (aristotéchnisses)
vocative αριστοτέχνισσα (aristotéchnissa) αριστοτέχνισσες (aristotéchnisses)
[edit]
  • see: άριστος (áristos, first-rate, excellent, adjective)

Further reading

[edit]