αριστερισμός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αριστερισμός • (aristerismós) m (plural αριστερισμοί)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αριστερισμός (aristerismós) | αριστερισμοί (aristerismoí) |
genitive | αριστερισμού (aristerismoú) | αριστερισμών (aristerismón) |
accusative | αριστερισμό (aristerismó) | αριστερισμούς (aristerismoús) |
vocative | αριστερισμέ (aristerismé) | αριστερισμοί (aristerismoí) |
Related terms
[edit]- see: αριστερός (aristerós, “left”, adjective)
Further reading
[edit]- αριστερισμός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language