αριστερόχερος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αριστερόχερος • (aristerócheros) m (feminine αριστερόχερη, neuter αριστερόχερο)
- left-handed
- Antonym: δεξιός (dexiós)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αριστερόχερος (aristerócheros) | αριστερόχερη (aristerócheri) | αριστερόχερο (aristeróchero) | αριστερόχεροι (aristerócheroi) | αριστερόχερες (aristerócheres) | αριστερόχερα (aristeróchera) | |
genitive | αριστερόχερου (aristerócherou) | αριστερόχερης (aristerócheris) | αριστερόχερου (aristerócherou) | αριστερόχερων (aristerócheron) | αριστερόχερων (aristerócheron) | αριστερόχερων (aristerócheron) | |
accusative | αριστερόχερο (aristeróchero) | αριστερόχερη (aristerócheri) | αριστερόχερο (aristeróchero) | αριστερόχερους (aristerócherous) | αριστερόχερες (aristerócheres) | αριστερόχερα (aristeróchera) | |
vocative | αριστερόχερε (aristeróchere) | αριστερόχερη (aristerócheri) | αριστερόχερο (aristeróchero) | αριστερόχεροι (aristerócheroi) | αριστερόχερες (aristerócheres) | αριστερόχερα (aristeróchera) |
Related terms
[edit]- see: αριστερός (aristerós, “left”, adjective)
Further reading
[edit]- αριστερόχερος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language