Jump to content

αριστερόχερος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αριστερόχερος (aristerócherosm (feminine αριστερόχερη, neuter αριστερόχερο)

  1. left-handed
    Antonym: δεξιός (dexiós)

Declension

[edit]
Declension of αριστερόχερος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αριστερόχερος (aristerócheros) αριστερόχερη (aristerócheri) αριστερόχερο (aristeróchero) αριστερόχεροι (aristerócheroi) αριστερόχερες (aristerócheres) αριστερόχερα (aristeróchera)
genitive αριστερόχερου (aristerócherou) αριστερόχερης (aristerócheris) αριστερόχερου (aristerócherou) αριστερόχερων (aristerócheron) αριστερόχερων (aristerócheron) αριστερόχερων (aristerócheron)
accusative αριστερόχερο (aristeróchero) αριστερόχερη (aristerócheri) αριστερόχερο (aristeróchero) αριστερόχερους (aristerócherous) αριστερόχερες (aristerócheres) αριστερόχερα (aristeróchera)
vocative αριστερόχερε (aristeróchere) αριστερόχερη (aristerócheri) αριστερόχερο (aristeróchero) αριστερόχεροι (aristerócheroi) αριστερόχερες (aristerócheres) αριστερόχερα (aristeróchera)
[edit]

Further reading

[edit]