αριστερόστροφοι
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αριστερόστροφοι • (aristeróstrofoi)
- Nominative and vocative masculine plural form of αριστερόστροφος (aristeróstrofos).
αριστερόστροφοι • (aristeróstrofoi)