From Ottoman Turkish یوها , یوخا ( yuha , “ to boo, to shout with derision or mockery ” ) [ 1] (Turkish yuh , yuf , yuha ) + verb ending -ίζω ( -ízo ) .
IPA (key ) : /ʝuxaˈizo/
Hyphenation: γιου‧χα‧ΐ‧ζω
γιουχαΐζω • (giouchaḯzo ) (past γιουχάισα , passive γιουχαΐζομαι )
( transitive , intransitive ) to shout down , boo , jeer ( to insult someone by whistling and making loud noises and not letting them speak )
1974 , Dionysis Savvopoulos , Ο Καραγκιόζης :
Αν δε ντρέπεσαι να καθίσεις πίσω Έλα Ηπείρου κι Αχαρνών να σε γιουχαΐσω
If you're not ashamed to sit behind, Come to Iperus and Aharnes ( street junction ) so I can jeer you.
γιουχαΐζω γιουχαΐζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
γιουχαΐζω
γιουχαΐσω
γιουχαΐζομαι
γιουχαϊστώ
2 sg
γιουχαΐζεις
γιουχαΐσεις
γιουχαΐζεσαι
γιουχαϊστείς
3 sg
γιουχαΐζει
γιουχαΐσει
γιουχαΐζεται
γιουχαϊστεί
1 pl
γιουχαΐζουμε , [‑ομε ]
γιουχαΐσουμε , [‑ομε ]
γιουχαϊζόμαστε
γιουχαϊστούμε
2 pl
γιουχαΐζετε
γιουχαΐσετε
γιουχαΐζεστε , γιουχαϊζόσαστε
γιουχαϊστείτε
3 pl
γιουχαΐζουν (ε )
γιουχαΐσουν (ε )
γιουχαΐζονται
γιουχαϊστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
γιουχάιζα
γιουχάισα
γιουχαϊζόμουν (α )
γιουχαΐστηκα
2 sg
γιουχάιζες
γιουχάισες
γιουχαϊζόσουν (α )
γιουχαΐστηκες
3 sg
γιουχάιζε
γιουχάισε
γιουχαϊζόταν (ε )
γιουχαΐστηκε
1 pl
γιουχαΐζαμε
γιουχαΐσαμε
γιουχαϊζόμασταν , (‑όμαστε )
γιουχαϊστήκαμε
2 pl
γιουχαΐζατε
γιουχαΐσατε
γιουχαϊζόσασταν , (‑όσαστε )
γιουχαϊστήκατε
3 pl
γιουχάιζαν , γιουχαΐζαν (ε )
γιουχάισαν , γιουχαΐσαν (ε )
γιουχαΐζονταν , (γιουχαϊζόντουσαν )
γιουχαΐστηκαν , γιουχαϊστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα γιουχαΐζω ➤
θα γιουχαΐσω ➤
θα γιουχαΐζομαι ➤
θα γιουχαϊστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα γιουχαΐζεις , …
θα γιουχαΐσεις , …
θα γιουχαΐζεσαι , …
θα γιουχαϊστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … γιουχαΐσει
έχω, έχεις, … γιουχαϊστεί
Past perfect ➤
είχα , είχες , … γιουχαΐσει
είχα, είχες, … γιουχαϊστεί
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … γιουχαΐσει
θα έχω, θα έχεις, … γιουχαϊστεί
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
γιουχάιζε
γιουχάισε
—
γιουχαΐσου
2 pl
γιουχαΐζετε
γιουχαΐστε
γιουχαΐζεστε
γιουχαϊστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
γιουχαΐζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας γιουχαΐσει ➤
—
Nonfinite form➤
γιουχαΐσει
γιουχαϊστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.