Learnedly, from Hellenistic Koine Greek ἀποκεφαλίζω . The figurative sense, semantic loan from French décapiter .[ 1] Morphologically, from απο- ( apo- , “ de ” ) + κεφάλι ( kefáli , “ head ” ) + -ίζω ( -ízo , suffix for verbs ) .
IPA (key ) : /a.po.ce.faˈli.zo/
Hyphenation: α‧πο‧κε‧φα‧λί‧ζω
αποκεφαλίζω • (apokefalízo ) (past αποκεφάλισα , passive αποκεφαλίζομαι )
to behead , decapitate , decollate , guillotine
Synonym: καρατομώ ( karatomó )
( figuratively ) to abolish
αποκεφαλίζω αποκεφαλίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αποκεφαλίζω
αποκεφαλίσω
αποκεφαλίζομαι
αποκεφαλιστώ
2 sg
αποκεφαλίζεις
αποκεφαλίσεις
αποκεφαλίζεσαι
αποκεφαλιστείς
3 sg
αποκεφαλίζει
αποκεφαλίσει
αποκεφαλίζεται
αποκεφαλιστεί
1 pl
αποκεφαλίζουμε , [‑ομε ]
αποκεφαλίσουμε , [‑ομε ]
αποκεφαλιζόμαστε
αποκεφαλιστούμε
2 pl
αποκεφαλίζετε
αποκεφαλίσετε
αποκεφαλίζεστε , αποκεφαλιζόσαστε
αποκεφαλιστείτε
3 pl
αποκεφαλίζουν (ε )
αποκεφαλίσουν (ε )
αποκεφαλίζονται
αποκεφαλιστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αποκεφάλιζα
αποκεφάλισα
αποκεφαλιζόμουν (α )
αποκεφαλίστηκα
2 sg
αποκεφάλιζες
αποκεφάλισες
αποκεφαλιζόσουν (α )
αποκεφαλίστηκες
3 sg
αποκεφάλιζε
αποκεφάλισε
αποκεφαλιζόταν (ε )
αποκεφαλίστηκε
1 pl
αποκεφαλίζαμε
αποκεφαλίσαμε
αποκεφαλιζόμασταν , (‑όμαστε )
αποκεφαλιστήκαμε
2 pl
αποκεφαλίζατε
αποκεφαλίσατε
αποκεφαλιζόσασταν , (‑όσαστε )
αποκεφαλιστήκατε
3 pl
αποκεφάλιζαν , αποκεφαλίζαν (ε )
αποκεφάλισαν , αποκεφαλίσαν (ε )
αποκεφαλίζονταν , (αποκεφαλιζόντουσαν )
αποκεφαλίστηκαν , αποκεφαλιστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αποκεφαλίζω ➤
θα αποκεφαλίσω ➤
θα αποκεφαλίζομαι ➤
θα αποκεφαλιστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αποκεφαλίζεις , …
θα αποκεφαλίσεις , …
θα αποκεφαλίζεσαι , …
θα αποκεφαλιστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αποκεφαλίσει έχω, έχεις, … αποκεφαλισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … αποκεφαλιστεί είμαι , είσαι , … αποκεφαλισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αποκεφαλίσει είχα, είχες, … αποκεφαλισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … αποκεφαλιστεί ήμουν , ήσουν , … αποκεφαλισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … αποκεφαλίσει θα έχω, θα έχεις, … αποκεφαλισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … αποκεφαλιστεί θα είμαι, θα είσαι, … αποκεφαλισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
αποκεφάλιζε
αποκεφάλισε
—
αποκεφαλίσου
2 pl
αποκεφαλίζετε
αποκεφαλίστε
αποκεφαλίζεστε
αποκεφαλιστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αποκεφαλίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας αποκεφαλίσει ➤
αποκεφαλισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
αποκεφαλίσει
αποκεφαλιστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.