Jump to content

αποκεφάλισμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αποκεφάλισμα (apokefálisman (plural αποκεφαλίσματα)

  1. decapitation
    Synonyms: αποκεφάλιση (apokefálisi), αποκεφαλισμός (apokefalismós), καρατόμηση (karatómisi)

Declension

[edit]
Declension of αποκεφάλισμα
singular plural
nominative αποκεφάλισμα (apokefálisma) αποκεφαλίσματα (apokefalísmata)
genitive αποκεφαλίσματος (apokefalísmatos) αποκεφαλισμάτων (apokefalismáton)
accusative αποκεφάλισμα (apokefálisma) αποκεφαλίσματα (apokefalísmata)
vocative αποκεφάλισμα (apokefálisma) αποκεφαλίσματα (apokefalísmata)
[edit]

Further reading

[edit]