άκακος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἄκᾰκος. Morphologically, ά- (á-, not) +‎ κακός (kakós, bad, evil).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈakakos/
  • Hyphenation: ά‧κα‧κος

Adjective

[edit]

άκακος (ákakosm (feminine άκακη, neuter άκακο)

  1. harmless
    Synonyms: αβλαβής (avlavís), ακίνδυνος (akíndynos)
    Antonyms: βλαβερός (vlaverós), επιζήμιος (epizímios)
    Αυτό το φάρμακο είναι άκακο, δεν έχει παρενέργειες.
    Aftó to fármako eínai ákako, den échei parenérgeies.
    This medicine is harmless, it has no side effects.
  2. (figuratively) harmless
    Synonym: (innocent) αθώος (athóos)
    Είναι άκακος, σωστό αρνί.Eínai ákakos, sostó arní.He is harmless, a real lamb.
    Ήταν ένα άκακο πείραγμα.Ítan éna ákako peíragma.It was harmless teasing.

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άκακος (ákakos) άκακη (ákaki) άκακο (ákako) άκακοι (ákakoi) άκακες (ákakes) άκακα (ákaka)
genitive άκακου (ákakou) άκακης (ákakis) άκακου (ákakou) άκακων (ákakon) άκακων (ákakon) άκακων (ákakon)
accusative άκακο (ákako) άκακη (ákaki) άκακο (ákako) άκακους (ákakous) άκακες (ákakes) άκακα (ákaka)
vocative άκακε (ákake) άκακη (ákaki) άκακο (ákako) άκακοι (ákakoi) άκακες (ákakes) άκακα (ákaka)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άκακος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άκακος, etc.)