ακίνδυνος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly, from Ancient Greek ἀκῐ́νδῡνος (akíndūnos), from Ancient Greek ἀ- (a-, “un-”) + κίνδυνος (kíndunos, “danger”).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ακίνδυνος • (akíndynos) m (feminine ακίνδυνη, neuter ακίνδυνο)
Declension
[edit]Declension of ακίνδυνος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακίνδυνος • | ακίνδυνη • | ακίνδυνο • | ακίνδυνοι • | ακίνδυνες • | ακίνδυνα • |
genitive | ακίνδυνου • | ακίνδυνης • | ακίνδυνου • | ακίνδυνων • | ακίνδυνων • | ακίνδυνων • |
accusative | ακίνδυνο • | ακίνδυνη • | ακίνδυνο • | ακίνδυνους • | ακίνδυνες • | ακίνδυνα • |
vocative | ακίνδυνε • | ακίνδυνη • | ακίνδυνο • | ακίνδυνοι • | ακίνδυνες • | ακίνδυνα • |
Synonyms
[edit]Antonyms
[edit]- επικίνδυνος (epikíndynos, “dangerous”)
- βλαβερός (vlaverós)
- επιζήμιος (epizímios)
Derived terms
[edit]- ακίνδυνα (akíndyna, “safely”, adverb)
Related terms
[edit]- see: κίνδυνος m (kíndynos, “danger”)
Further reading
[edit]- ακίνδυνος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary, Centre for the Greek language
- ακίνδυνος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language