αλιμάριστος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αλιμάριστος (alimáristosm (feminine αλιμάριστη, neuter αλιμάριστο)

  1. unsharpened, unfiled, unrasped
    Άφησα τα νύχια μου αλιμάριστα.
    Áfisa ta nýchia mou alimárista.
    I left my nails unfiled.

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αλιμάριστοςος (alimáristosos) αλιμάριστοςη (alimáristosi) αλιμάριστοςο (alimáristoso) αλιμάριστοςοι (alimáristosoi) αλιμάριστοςες (alimáristoses) αλιμάριστοςα (alimáristosa)
genitive αλιμάριστοςου (alimáristosou) αλιμάριστοςης (alimáristosis) αλιμάριστοςου (alimáristosou) αλιμάριστοςων (alimáristoson) αλιμάριστοςων (alimáristoson) αλιμάριστοςων (alimáristoson)
accusative αλιμάριστοςο (alimáristoso) αλιμάριστοςη (alimáristosi) αλιμάριστοςο (alimáristoso) αλιμάριστοςους (alimáristosous) αλιμάριστοςες (alimáristoses) αλιμάριστοςα (alimáristosa)
vocative αλιμάριστοςε (alimáristose) αλιμάριστοςη (alimáristosi) αλιμάριστοςο (alimáristoso) αλιμάριστοςοι (alimáristosoi) αλιμάριστοςες (alimáristoses) αλιμάριστοςα (alimáristosa)
[edit]