αραιοϋφασμένος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αραιοϋφασμένος (araioÿfasménosm (feminine αραιοϋφασμένη, neuter αραιοϋφασμένο)

  1. loosely woven

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αραιοϋφασμένος (araioÿfasménos) αραιοϋφασμένη (araioÿfasméni) αραιοϋφασμένο (araioÿfasméno) αραιοϋφασμένοι (araioÿfasménoi) αραιοϋφασμένες (araioÿfasménes) αραιοϋφασμένα (araioÿfasména)
genitive αραιοϋφασμένου (araioÿfasménou) αραιοϋφασμένης (araioÿfasménis) αραιοϋφασμένου (araioÿfasménou) αραιοϋφασμένων (araioÿfasménon) αραιοϋφασμένων (araioÿfasménon) αραιοϋφασμένων (araioÿfasménon)
accusative αραιοϋφασμένο (araioÿfasméno) αραιοϋφασμένη (araioÿfasméni) αραιοϋφασμένο (araioÿfasméno) αραιοϋφασμένους (araioÿfasménous) αραιοϋφασμένες (araioÿfasménes) αραιοϋφασμένα (araioÿfasména)
vocative αραιοϋφασμένε (araioÿfasméne) αραιοϋφασμένη (araioÿfasméni) αραιοϋφασμένο (araioÿfasméno) αραιοϋφασμένοι (araioÿfasménoi) αραιοϋφασμένες (araioÿfasménes) αραιοϋφασμένα (araioÿfasména)
[edit]

Further reading

[edit]