επιβεβαίωση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Ancient Greek ἐπιβεβαίωσις (epibebaíōsis), with -ση (-si) suffix.[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]επιβεβαίωση • (epivevaíosi) f (plural επιβεβαιώσεις)
Declension
[edit]Declension of επιβεβαίωση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | επιβεβαίωση • | επιβεβαιώσεις • | |
genitive | επιβεβαίωσης • | επιβεβαιώσεων • | |
accusative | επιβεβαίωση • | επιβεβαιώσεις • | |
vocative | επιβεβαίωση • | επιβεβαιώσεις • | |
Older or formal genitive singular: επιβεβαιώσεως • |
Related terms
[edit]- επιβεβαιώνω (epivevaióno)
- επιβεβαιωτικός (epivevaiotikós)
References
[edit]- ^ επιβεβαίωση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language