Jump to content

ακαταλαβίστικος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.ka.ta.laˈvi.sti.kos/
  • Hyphenation: α‧κα‧τα‧λα‧βί‧στι‧κος

Adjective

[edit]

ακαταλαβίστικος (akatalavístikosm (feminine ακαταλαβίστικη, neuter ακαταλαβίστικο)

  1. incomprehensible

Declension

[edit]
Declension of ακαταλαβίστικος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακαταλαβίστικος (akatalavístikos) ακαταλαβίστικη (akatalavístiki) ακαταλαβίστικο (akatalavístiko) ακαταλαβίστικοι (akatalavístikoi) ακαταλαβίστικες (akatalavístikes) ακαταλαβίστικα (akatalavístika)
genitive ακαταλαβίστικου (akatalavístikou) ακαταλαβίστικης (akatalavístikis) ακαταλαβίστικου (akatalavístikou) ακαταλαβίστικων (akatalavístikon) ακαταλαβίστικων (akatalavístikon) ακαταλαβίστικων (akatalavístikon)
accusative ακαταλαβίστικο (akatalavístiko) ακαταλαβίστικη (akatalavístiki) ακαταλαβίστικο (akatalavístiko) ακαταλαβίστικους (akatalavístikous) ακαταλαβίστικες (akatalavístikes) ακαταλαβίστικα (akatalavístika)
vocative ακαταλαβίστικε (akatalavístike) ακαταλαβίστικη (akatalavístiki) ακαταλαβίστικο (akatalavístiko) ακαταλαβίστικοι (akatalavístikoi) ακαταλαβίστικες (akatalavístikes) ακαταλαβίστικα (akatalavístika)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ακαταλαβίστικος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ακαταλαβίστικος, etc.)

Synonyms

[edit]
[edit]