υπουργικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]υπουργικός • (ypourgikós) m (feminine υπουργική, neuter υπουργικό)
- ministerial
- υπουργικός μισθός (ministerial salary)
Declension
[edit]Declension of υπουργικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υπουργικός • | υπουργική • | υπουργικό • | υπουργικοί • | υπουργικές • | υπουργικά • |
genitive | υπουργικού • | υπουργικής • | υπουργικού • | υπουργικών • | υπουργικών • | υπουργικών • |
accusative | υπουργικό • | υπουργική • | υπουργικό • | υπουργικούς • | υπουργικές • | υπουργικά • |
vocative | υπουργικέ • | υπουργική • | υπουργικό • | υπουργικοί • | υπουργικές • | υπουργικά • |