Jump to content

υπουργικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

υπουργικός (ypourgikósm (feminine υπουργική, neuter υπουργικό)

  1. ministerial
    υπουργικός μισθός (ministerial salary)

Declension

[edit]
Declension of υπουργικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υπουργικός (ypourgikós) υπουργική (ypourgikí) υπουργικό (ypourgikó) υπουργικοί (ypourgikoí) υπουργικές (ypourgikés) υπουργικά (ypourgiká)
genitive υπουργικού (ypourgikoú) υπουργικής (ypourgikís) υπουργικού (ypourgikoú) υπουργικών (ypourgikón) υπουργικών (ypourgikón) υπουργικών (ypourgikón)
accusative υπουργικό (ypourgikó) υπουργική (ypourgikí) υπουργικό (ypourgikó) υπουργικούς (ypourgikoús) υπουργικές (ypourgikés) υπουργικά (ypourgiká)
vocative υπουργικέ (ypourgiké) υπουργική (ypourgikí) υπουργικό (ypourgikó) υπουργικοί (ypourgikoí) υπουργικές (ypourgikés) υπουργικά (ypourgiká)
[edit]