Jump to content

ειλικρινής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From the Ancient Greek εἰλικρινής (eilikrinḗs).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): [i.li.kɾi.ˈnis]
  • Hyphenation: ει‧λι‧κρι‧νής

Adjective

[edit]

ειλικρινής (eilikrinísm (feminine ειλικρινής, neuter ειλικρινές)

  1. sincere, frank

Declension

[edit]
Declension of ειλικρινής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ειλικρινής (eilikrinís) ειλικρινής (eilikrinís) ειλικρινές (eilikrinés) ειλικρινείς (eilikrineís) ειλικρινείς (eilikrineís) ειλικρινή (eilikriní)
genitive ειλικρινούς (eilikrinoús)
ειλικρινή (eilikriní)
ειλικρινούς (eilikrinoús) ειλικρινούς (eilikrinoús) ειλικρινών (eilikrinón) ειλικρινών (eilikrinón) ειλικρινών (eilikrinón)
accusative ειλικρινή (eilikriní) ειλικρινή (eilikriní) ειλικρινές (eilikrinés) ειλικρινείς (eilikrineís) ειλικρινείς (eilikrineís) ειλικρινή (eilikriní)
vocative ειλικρινή (eilikriní)
ειλικρινής (eilikrinís)
ειλικρινής (eilikrinís) ειλικρινές (eilikrinés) ειλικρινείς (eilikrineís) ειλικρινείς (eilikrineís) ειλικρινή (eilikriní)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ειλικρινής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ειλικρινής, etc.)

Derived terms

[edit]