Jump to content

ξυπόλυτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

From Byzantine Greek ἐξυπόλυτος (exupólutos), from Koine Greek ἐξυπολύω (exupolúō), from ἐξ (ex, out of) + ὑπό (hupó, under) + λύω (lúō, to loosen, to untie).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ksiˈpolitos/
  • Hyphenation: ξυ‧πό‧λυ‧τος

Adjective

[edit]

ξυπόλυτος (xypólytosm (feminine ξυπόλυτη, neuter ξυπόλυτο)

  1. barefoot, barefooted, shoeless
    Synonyms: ανυπόδητος (anypóditos), απαπούτσωτος (apapoútsotos), ξεκάλτσωτος (xekáltsotos)
    Μη μπαίνεις στο υπόγειο ξυπόλυτος, έχει σπασμένο γυαλί!
    Mi baíneis sto ypógeio xypólytos, échei spasméno gyalí!
    Don't go into the basement barefoot, there's broken glass!
  2. (colloquial, figuratively) dirt-poor, destitute
    Synonyms: πάμπτωχος (pámptochos), θεόφτωχος (theóftochos)
    Τι πας και παντρεύεσαι αυτόν τον ξυπόλυτο;
    Ti pas kai pantrévesai aftón ton xypólyto;
    What are you marrying that dirt-poor man for?

Declension

[edit]
Declension of ξυπόλυτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ξυπόλυτος (xypólytos) ξυπόλυτη (xypólyti) ξυπόλυτο (xypólyto) ξυπόλυτοι (xypólytoi) ξυπόλυτες (xypólytes) ξυπόλυτα (xypólyta)
genitive ξυπόλυτου (xypólytou) ξυπόλυτης (xypólytis) ξυπόλυτου (xypólytou) ξυπόλυτων (xypólyton) ξυπόλυτων (xypólyton) ξυπόλυτων (xypólyton)
accusative ξυπόλυτο (xypólyto) ξυπόλυτη (xypólyti) ξυπόλυτο (xypólyto) ξυπόλυτους (xypólytous) ξυπόλυτες (xypólytes) ξυπόλυτα (xypólyta)
vocative ξυπόλυτε (xypólyte) ξυπόλυτη (xypólyti) ξυπόλυτο (xypólyto) ξυπόλυτοι (xypólytoi) ξυπόλυτες (xypólytes) ξυπόλυτα (xypólyta)

Derived terms

[edit]