απαπούτσωτος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απαπούτσωτος (apapoútsotosm (feminine απαπούτσωτη, neuter απαπούτσωτο)

  1. shoeless, barefoot
    Synonyms: ξυπόλυτος (xypólytos), ανυπόδητος (anypóditos)
    Antonym: παπουτσωμένος (papoutsoménos)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απαπούτσωτος (apapoútsotos) απαπούτσωτη (apapoútsoti) απαπούτσωτο (apapoútsoto) απαπούτσωτοι (apapoútsotoi) απαπούτσωτες (apapoútsotes) απαπούτσωτα (apapoútsota)
genitive απαπούτσωτου (apapoútsotou) απαπούτσωτης (apapoútsotis) απαπούτσωτου (apapoútsotou) απαπούτσωτων (apapoútsoton) απαπούτσωτων (apapoútsoton) απαπούτσωτων (apapoútsoton)
accusative απαπούτσωτο (apapoútsoto) απαπούτσωτη (apapoútsoti) απαπούτσωτο (apapoútsoto) απαπούτσωτους (apapoútsotous) απαπούτσωτες (apapoútsotes) απαπούτσωτα (apapoútsota)
vocative απαπούτσωτε (apapoútsote) απαπούτσωτη (apapoútsoti) απαπούτσωτο (apapoútsoto) απαπούτσωτοι (apapoútsotoi) απαπούτσωτες (apapoútsotes) απαπούτσωτα (apapoútsota)