φωτογραφία
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned translation of French photographie. Morphologically, from φωτο- (“photo”) + -γραφ- (“-graphy”) + -ία; see φως (fos, “light”), γραφή (grafí, “writing”) for more.
Pronunciation
[edit]- IPA(key): /fotoɣraˈfi.a/
- Hyphenation: φω‧το‧γρα‧φί‧α
- Homophone: φωτογραφεία (fotografeía)
Noun
[edit]φωτογραφία • (fotografía) f (plural φωτογραφίες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φωτογραφία (fotografía) | φωτογραφίες (fotografíes) |
genitive | φωτογραφίας (fotografías) | φωτογραφιών (fotografión) |
accusative | φωτογραφία (fotografía) | φωτογραφίες (fotografíes) |
vocative | φωτογραφία (fotografía) | φωτογραφίες (fotografíes) |
Related terms
[edit]- αεροφωτογραφία f (aerofotografía, “aerial photograph”)
- αεροφωτογραφίζω (aerofotografízo, “take aerial photographs”)
- αεροφωτογράφιση f (aerofotográfisi, “aerial photography”)
- αστροφωτογραφία f (astrofotografía, “astrophotography”)
- αφωτογράφητος (afotográfitos, “who has not been photographed”)
- μικροφωτογραφία f (mikrofotografía, “microphotograph”)
- τηλεφωτογραφία f (tilefotografía, “telephotograph”)
- φωτογραφείο n (fotografeío, “photographic studio”)
- φωτογραφίζω (fotografízo), φωτογραφώ (fotografó, “to photograph”)
- φωτογραφικός (fotografikós, “photographic”)
- φωτογράφιση f (fotográfisi, “photography”) (φωτογράφηση)
- φωτογράφος m or f (fotográfos, “photographer”)
References
[edit]- *φωτογραφ*, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
Further reading
[edit]- φωτογραφία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el